ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(I)
ἀτάλαντος, -ον (Α)
1. ίσος κατά το βάρος, ισοδύναμος
2. όμοιος
3. ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό) + τάλαντον «στάθμη, ζυγαριά»].———————— (II)
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ταλέντο («ατάλαντος ποιητής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τάλαντο].