ατίζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
ἀτίζω (Α)
1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ
2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε -ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω. Το ατίζω απαντά κυρίως στη μτχ. ενεστ. (Ιλιάδα, Αισχύλος, Ευριπίδης), στην οριστική ενεστώτος (Ευριπίδης), στο απρμφ. (Σοφοκλής) και στον μέλλοντα (Αισχύλος) με τη σημασία του «περιφρονώ», όταν όμως συντάσσεται με γενική σημαίνει «στερώ»].