αὐτοσίδηρος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
[ῐ], Dor. -ᾱρος,, ον,
A of sheeriron, ἅμιλλα αὐ. 'with cold steel', E.Hel.356 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 402] ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσίδηρος: -ον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ σιδήρου, σιδηροῦς, ἅμιλλα αὐτ., κτύπημα ξίφους, Εὐρ. Ἑλ. 356.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout de fer.
Étymologie: αὐτός, σίδηρος.
Greek Monolingual
αὐτοσίδηρος, -ον (Α)
φρ. «ἅμιλλα αὐτοσίδηρος» — μονομαχία με σιδερένιο σπαθί (Ευρ.).