αφυής

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

ἀφυής (-οῡς), -ές (Α) φυή
1. ο μη ευφυής, αυτός που δεν έχει φυσική ικανότητα ή διανοητική υπεροχή
2. αδέξιος, ανίκανος
3. αυτός που δεν έχει άρτια σωματική διάπλαση
4. απονήρευτος, άδολος.