γειομόρος

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειομόρος Medium diacritics: γειομόρος Low diacritics: γειομόρος Capitals: ΓΕΙΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: geiomóros Transliteration B: geiomoros Transliteration C: geiomoros Beta Code: geiomo/ros

English (LSJ)

   A = γεωμόρος, A.R.3.1387, AP9.438 (Phil.), D.P.190.

German (Pape)

[Seite 478] = γεωμόρος, ackerbestellend, Ap. Rh. 3, 1387; βότρυος Apollnds 5 (VI, 238); a. sp. D.; ἄροτρον Dion. Per. 190.

Greek (Liddell-Scott)

γειομόρος: ἴδε ἐν λ. γημόρος: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-.

Greek Monolingual

γειομόρος, ο (Α)
1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί
2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)
3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης
4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γειο- < γη + -μορος < μείρομαι «μετέχω σε κάτι, παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει, διαιρώ»].