γαρίδα

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

Greek Monolingual

η
γενική ονομασία εδώδιμων Δεκάποδων Καρκινοειδών της υπόταξης Κολυμβητικά που μορφολογικά χαρακτηρίζονται από ένα ενιαίο χιτινώδες κάλυμμα του κεφαλοθώρακα (όστρακο), από πέντε ζευγάρια βαδιστικών ποδιών και από μια ανεπτυγμένη κοιλιά, πλευρικά πεπιεσμένη
2. φρ. «μάτι γαρίδα» — μάτι διεσταλμένο σαν της γαρίδας από την αϋπνία ή από μεγάλη επιθυμία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίδα, αιτιατική του αρχ. ονόματος καρίς «γενική ονομασία μικρών οστρακόδερμων, γαρίδα»].