διάσχιση
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
η (Α διάσχισις)
διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο
νεοελλ.
1. διαδρομή, διάπλους («διάσχιση του αέρα»)
2. ανώμαλη και βίαιη λύση της συνέχειας τών σαρκών
3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας, να περάσει ο άνεμος
αρχ.
(για δρόμο) σχισμή, ρωγμή.