διειρωνόξενος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διειρωνόξενος Medium diacritics: διειρωνόξενος Low diacritics: διειρωνόξενος Capitals: ΔΙΕΙΡΩΝΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: dieirōnóxenos Transliteration B: dieirōnoxenos Transliteration C: dieironoksenos Beta Code: dieirwno/cenos

English (LSJ)

ον, (εἴρων)

   A dissembling with one's guests, treacherous under the mask of hospitality, Ar.Pax623.

German (Pape)

[Seite 618] Fremde unter dem Schein der Gastfreundschaft betrügend, Ar. Pax 623, Schol. ἐξαπατῶντες τοὺς ξένους δι' εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως.

Greek (Liddell-Scott)

διειρωνόξενος: -ον, ὁ δι’ εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως ἐξαπατῶν τοὺς ξένους, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον φιλόξενος, πράγματι δὲ τὸ κακὸν αὐτῶν ἐπιζητῶν, περὶ τῶν Σπαρτιατῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 623˙ πρβλ. κατειρωνεύομαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe par une feinte hospitalité.
Étymologie: διά, εἰρωνεύομαι, ξένος.

Spanish (DGE)

-ον
falso con los huéspedesde los laconios, Ar.Pax 623.

Greek Monolingual

διειρωνόξενος, -ον (Α)
αυτός που εξαπατά τους ξένους με την ειρωνεία και την υποκρισία του.