διᾴττω
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
A v. διαΐσσω.
Greek (Liddell-Scott)
διᾴττω: ἴδε ἐν λ. διαΐσσω.
French (Bailly abrégé)
v. διαΐσσω.
Greek Monolingual
διᾴττω (Α) αΐσω
διαΐσσω, εκτινάσσομαι, αναπηδώ
Greek Monolingual
διαττῶ (-άω) (Α)
κοσκινίζω καλά, ψιλοκοσκινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (δια-) ττάω ανάγεται σε τ. τFαyω < ΙΕ tuā- «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau- «κόσκινο» λιθ. tvoju «μάχομαι», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. διαττάω)].