δορυφορώ
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
(AM δορυφορῶ, -έω)
είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας
νεοελλ.
ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον
μσν.
1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω
αρχ.
1. είμαι οπλισμένος με δόρυ
2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω
3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου
4. (για τους πλανήτες) διαγράφω τροχιά γύρω από τον ήλιο.