δορυφορώ
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
Greek Monolingual
(AM δορυφορῶ, -έω)
είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας
νεοελλ.
ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον
μσν.
1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω
αρχ.
1. είμαι οπλισμένος με δόρυ
2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω
3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου
4. (για τους πλανήτες) διαγράφω τροχιά γύρω από τον ήλιο.