ἐγκύρω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκύρω Medium diacritics: ἐγκύρω Low diacritics: εγκύρω Capitals: ΕΓΚΥΡΩ
Transliteration A: enkýrō Transliteration B: enkyrō Transliteration C: egkyro Beta Code: e)gku/rw

English (LSJ)

[ῡ], impf. ἐνέκῡρον: fut. ἐγκύρσω: aor. ἐνέκυρσα:—Pass., ἐγκύρομαι: ἐγκῠρέω, aor. 1 ἐνεκύρησα, lessfreq. in early writers, Heraclit. 72, freq. in Phld. as Sign.21, al., cf. Plb. and D.H. (v. infr.), Ael. Tact.1.2:—

   A fall in with, light upon, meet with, c.dat., ἐνέκυρσε φάλαγξι Il.13.145; ἐγκύρσας ἀάτῃσιν Hes.Op.216; ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Archil.70; ἐγκύρσαις (Aeol. aor. 1 part.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Pi.P.4.282, cf. 1.100; δύᾳ B.Fr.21; τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι S.El.863 (lyr.); στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Hdt.4.125; ἐνεκύρησαν στρατῷ Id.7.218, cf. Plb.8.35.5, etc.; δυσχωρίαις ἐγκυρήσαντες D.H.3.59; τυράννοις Phld.Ir.p.30 W.: in Hdt.7.208, c. gen., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς (here Valck. proposed ἐκύρησε, which has been received by edd.): c. acc., Ἅιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Epigr.Gr.241 (Smyrna). —Not in Att. Prose, once in Com., ἐγκυρῆσαι Cratin.35.

German (Pape)

[Seite 711] s. ἐγκυρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκύρω: παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι ἐγκυρέω, ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, εἶναι ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, μετὰ δοτ., Λατ. incidere, ἐνέκυρσε φάλαγξι Ἰλ. Ν. 145· ἐγκύρσας ἄτῃσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 214· ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Ἀρχίλ. 65· ἐγκύρσαις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Πινδ. Π. 4. 502, πρβλ. 1 ἐν τέλει· στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Ἡρόδ. 4. 125· ἐνεκύρησαν στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 218: - ἐν Ἡροδ. 7. 208 μετὰ γεν., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς, (ἐνταῦθα ὁ Valck. προέτεινεν ἐκύρησε, ὅπερ ἐγένετο δεκτὸν ὑπὸ Βεκκήρου κλ.· ἄλλοι προτείνουσιν ἀλογίῃσι): - μετ’ αἰτ., Ἄιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. - Ἰων. λέξις, σπανίως ἀπαντῶσα παρ’ Ἀττ., ἐγκῦρσαι Σοφ. Ἠλ. 863, ἐγκύρσαι ῠ Βακχυλίδου Ἀποσπ. 253 ἔκδ. Blass, ἐγκυρῆσαι, ἀντὶ τοῦ ἐντυχεῖν, Κρατῖν ἐν «Δηλιάσιν» 12.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνέκυρσα;
tomber sur, rencontrer : τινι qqn ou qch ; φάλαγξιν IL se heurter aux lignes (d’une troupe ennemie) ; στρατῷ HDT rencontrer une armée.
Étymologie: ἐν, κύρω.

English (Autenrieth)

aor. ἐνέκυρσε: meet, fall in with, Il. 13.145†.

English (Slater)

ἐγκύρω
   1 happen upon, attain c. dat. ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται (P. 1.100) πρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ (P. 4.282)

Spanish (DGE)

• Morfología: [eol. aor. part. nom. sg. masc. ἐγκύρσαις Pi.P.4.282]
encontrarse, toparse c. dat. de n. concr. φάλαγξι Il.13.145, ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι ... μοίρῃσι Σκυθέων Hdt.4.125, cf. Hp.VM 22, αἳ (νᾶες) ... χαλεποῖς ἐνέκυρσαν ἀήταις Theoc.22.9, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι toparse, e.e., enredarse con las bien cortadas bridas S.El.863, ἰχθύες ἐγκύρσαντες ἀνωΐστοισι δόλοισι Opp.H.3.43
fig. c. dat. de abstr. ἄτῃσιν Hes.Op.216, cf. Pi.P.1.100, πρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ anciano que se hubiera encontrado con una vida de cien años, e.e., que tuviera cien años Pi.l.c., δύᾳ B.Fr.25.3
c. ac. toparse con ᾍδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον ISmyrna 523.5 (II/I a.C.).

Greek Monolingual

ἐγκύρω και ἐγκυρῶ (-έω) (Α)
1. συναντώ τυχαία
2. πλησιάζω, φθάνω.