εδώλιο

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source

Greek Monolingual

το (Α ἐδώλιον)
νεοελλ.
1. έδρα, θρανίο
2. «εδώλιο κατηγορουμένου» — το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος
αρχ.
1. διαμονή, κατοικία
2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα
3. ιστοδόκη
4. (στο θέατρο) ημικύκλιο καθισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στον τ. εδώλια, του οποίου σπανίως χρησιμοποιείται ο ενικός, απαντά η ΙΕ ρίζα sed- (βλ. λ. έζομαι), στην οποία άλλωστε ανάγονται και τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών παρεκτεταμένοι σε -λ- που όμως δεν αντιστοιχούν ακριβώς στο ελλ. εδώλια (πρβλ. αρχ. σλαβ. sědalo «κάθισμα», λατ. sedĩle, γοτθ. sitls, αρχ. άνω γερμ. sezzal «πολυθρόνα»). Ο τ. εδωλή, μεταπλασμένος κατά τα ονόματα σε -ωλή, και ο τ. έδωλα αποτελούν υστερογενείς σχηματισμούς].