είντα

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek Monolingual

και είντας (Μ εἶντα)
1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα 'ναι η δύναμίς μου»)
2. πόσο μεγάλο, τί λογήςείντα κανίσκιν άσκημο μ' έχεις κανισκεμένη»)
3. πόσο, τί λογήςείντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα»)
4. γιατί, για ποιό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είντα < μσν. είντα < τείντα που προήλθε από τη φράση «τί είναι τα»].