είντα
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Greek Monolingual
και είντας (Μ εἶντα)
1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα 'ναι η δύναμίς μου»)
2. πόσο μεγάλο, τί λογής («είντα κανίσκιν άσκημο μ' έχεις κανισκεμένη»)
3. πόσο, τί λογής («είντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα»)
4. γιατί, για ποιό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είντα < μσν. είντα < τείντα που προήλθε από τη φράση «τί είναι τα»].