εκμετάλλευση

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

και εκμετάλλεψη, η
1. εξόρυξη μεταλλεύματος από μεταλλείο
2. εξόρυξη πετρωμάτων, πετρελαίου κ.λπ.
3. κάθε επιχείρηση που αποβλέπει στο κέρδος από την παραγωγή και πώληση των προϊόντων («εκμετάλλευση δάσους»)
4. επιδίωξη κέρδους από κοινωνικό δεσμό, ιδεολογία ή αίσθημαεκμετάλλευση της συγγένειας»)
5. επίτευξη κέρδους με αθέμιτα μέσα.