ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
-η, -ο (AM ἔλλογος, -ον)(για πράξη κ.λπ.) αυτός που γίνεται με σκέψη, με λογικήνεοελλ.συνετός, φρόνιμοςαρχ.-μσν.λογικός.