εντείνω

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

(AM ἐντείνω)
Ι. 1. τεντώνω, τανύωεντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον»)
2. επιτείνω, δυναμώνωεντείνω τις προσπάθειές μου»)
3. διεξάγω με μεγαλύτερη έντασηεντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία»)
αρχ.
1. τεντώνω τη νευρά του τόξου
2. δένω σφιχτά
3. επιδιώκω, διεγείρω
4. επιτίθεμαι, χτυπώ
5. προσαρμόζω, τοποθετώ
6. εγγράφω (τρίγωνο σε κύκλο)
7. μελοποιώ
ΙΙ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐντεταμένος
αυτός που έχει τεντωθεί
αρχ.
εστυμένος, με στύση του πέους.
επίρρ...
ἐντεταμένως (AM)
με ένταση.