επιθυμώ
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
(AM ἐπιθυμῶ, -έω)
έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω
νεοελλ.
έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ
μσν.- νεοελλ.
ποθώ ερωτικά
μσν.
1. εύχομαι να γίνει κάτι
2. μού αρέσει κάτι
3. στερούμαι κάτι
4. εποφθαλμιώ κάτι
5. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) πεθυμημένος, -η, -ο
α) επιθυμητός
β) αυτός που επιθυμεί κάτι
αρχ.
1. έχω επιθυμίες, ορέξεις
2. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπιθυμοῡν
η επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -θυμώ (< θυμός «ψυχή, καρδιά»)].