ἐπιθάπτω
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
A bury again, Philostr.Her.1.3. II. bury another in the same grave, CIG4341d (Attalia), 4366k (Termessus), sqq.
German (Pape)
[Seite 942] hernach, oder von Neuem begraben, Philostr. Her. p. 670.
Greek Monolingual
ἐπιθάπτω (Α)
1. ξαναθάβω, θάβω δεύτερη φορά
2. τοποθετώ νεκρό σε τάφο όπου υπάρχει κι άλλος θαμμένος.