ζεσταίνω

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

ζεσταίνω)
κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό»)
νεοελλ.
1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει»)
2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια»)
3. (για όρνιθα κ.λπ.) κλωσσάω τα αβγά
4. μέσ. ζεσταίνομαι και -ουμαι
α) αισθάνομαι θερμότητα ή έχω το σώμα μου ζεστό, καψώνω, ανάβω («ζεσταίνομαι πολύ σήμερα»)
β) ενθαρρύνομαι, εγκαρδιώνομαι
5. φρ. «ζεστάθηκε το κόκαλο του» — κρύωνε και θερμάνθηκε
6. παροιμ. «ο κρύος ζεσταίνει τον παγωμένο» — για ασθενείς ή φτωχούς οι οποίοι βοηθούν τους ομοίους τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός κατά το θερμαίνω.