ιερογλύφος
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
Greek Monolingual
ο (Α ἱερογλύφος)
αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύφος, σμιλι-γλύφος].