ἰσάτις
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ιδος, Hp.Ulc.11, Michel832 (Samos, iv B.C.) (but
A -ιος Hp. Aff.38, -εως POxy.101.12): ἡ:—a plant producing a dark blue dye, woad, Lat. Isatis tinctoria, Hp. ll.cc., Thphr.Sens.77, Dsc.2.184, Plin.HN20.59.
German (Pape)
[Seite 1263] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Waid, isatis tinctoria, zum Blaufärben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάτις: -ιδος, ἡ, φυτόν τι ἐξ οὗ γίνεται βαφὴ βαθέος κυανοῦ χρώματος, Λατ. isatis tinctoria, κοινῶς «λουλάκι», Ἱππ. 874Η, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 77, Διοσκ. 2. 216.
Greek Monolingual
η (Α ἰσάτις, -ιδος και -ιος και -εως)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
είδος φυτού από τα φύλλα του οποίου γίνεται βαφή με βαθύ γαλάζιο χρώμα, πιθανότατα η ίσατις η βαφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τ. που δηλώνουν το ίδιο είδος φυτού (πρβλ. λατ. vitrum, αρχ. άνω γερμ. weit, αγγλοσαξ. wād). Ίσως πρόκειται για δάνειες λέξεις που έχουν την ίδια προέλευση].