καλοπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοπρόσωπος Medium diacritics: καλοπρόσωπος Low diacritics: καλοπρόσωπος Capitals: ΚΑΛΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: kaloprósōpos Transliteration B: kaloprosōpos Transliteration C: kaloprosopos Beta Code: kalopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A with fair face, Sch.D Il.1.310.

German (Pape)

[Seite 1313] mit schönem Antlitz, Schol. Il. 1, 310.

Greek (Liddell-Scott)

καλοπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 310, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 123.

Greek Monolingual

καλοπρόσωπος, -ον (AM)
αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ευειδής, όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ομοιο-πρόσωπος, πολυπρόσωπος.