καταστομίζω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
A v.l. for ἐπι-, put to silence, Plu.Arist.4.
Greek (Liddell-Scott)
καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.
French (Bailly abrégé)
fermer la bouche à, faire taire, acc..
Étymologie: κατά, στόμα.
Greek Monolingual
καταστομίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, του κλείνω το στόμα, αποστομώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στομίζω (< στόμα), πρβλ. εν-στομίζω, επι-στομίζω].