κατοίησις
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A self-conceit, Plu.2.1119b (pl.).
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, Einbildung von sich, neben μεγαλαυχία Plut. adv. Col. 21.
Greek (Liddell-Scott)
κατοίησις: -εως, ἡ, οἴησις, ἀλαζονικὴ γνώμη ἥν τις περὶ ἑαυτοῦ ἔχει, Πλούτ. 2. 1119Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
présomption, orgueil.
Étymologie: κατά, οἴομαι.