κατοπτήρ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A spy, scout, A.Th.36 (pl.). II = ἑδροδιαστολεύς, Hp.Fist.3, Haem.5 (κάτοπτρον Erot.).
German (Pape)
[Seite 1404] ῆρος, ὁ, der Späher, Kundschafter, καὶ σκοποὶ στρατοῦ Aesch. Spt. 36. – Bei den Chirurgen ein Instrument zur Erweiterung verengter Kanäle, Sonde, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατοπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ κατοπτεύων, κατάσκοπος, πρόσκοπος, σκοποὺς καὶ κ. στρατοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 36. II. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Λατ. speculum, τὸ καλούμενον ἑδροδιαστολεύς, Ἱππ. 884D, 893F, Γαλην. Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
éclaireur, espion.
Étymologie: κατόψομαι.
Greek Monolingual
κατοπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.)
2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ- του ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι-οπτήρ, επ-οπτήρ].