κατωπός

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωπός Medium diacritics: κατωπός Low diacritics: κατωπός Capitals: ΚΑΤΩΠΟΣ
Transliteration A: katōpós Transliteration B: katōpos Transliteration C: katopos Beta Code: katwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A with downcast looks. Hippiatr.29, 66.

German (Pape)

[Seite 1407] mit niedergeschlagenen Augen, niedergeschlagen, beschämt, Hippiatr., vgl. κατηφής.

Greek (Liddell-Scott)

κατωπός: -όν, (ὤψ) κατηφής, τεθλιμμένος, ὁ καταβάλλων καὶ προσηλῶν τὰ βλέμματα εἰς τὴν γῆν ἐκ λύπης, Ἱππιατρ., πρβλ. κατηφής, κατῶβλεψ.

Greek Monolingual

κατωπός -όν (Μ)
αυτός που κοιτάζει κάτω λυπημένος, κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- -ωπός (< θ. -ωπ- του ὄπ-ωπ-α), πρβλ. αντ-ωπός, εισ-ωπός].