κεναγγία

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεναγγία Medium diacritics: κεναγγία Low diacritics: κεναγγία Capitals: ΚΕΝΑΓΓΙΑ
Transliteration A: kenangía Transliteration B: kenangia Transliteration C: kenaggia Beta Code: kenaggi/a

English (LSJ)

Ion. κενεαγγίη (q.v.), ἡ,

   A emptiness of vessels; esp. hunger, Pl.Com.156; κ. ἄγειν to fast, Ar.Fr.608.

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. κενεαγγίη.

Greek (Liddell-Scott)

κεναγγία: ἡ, κενότης ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως πεῖνα, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, νηστεύω, Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («Πλάτων δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» Πολυδ. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον κενεαγγίη.

Greek Monolingual

κεναγγία και κενεαγγίη, ἡ (Α) κεναγγής
1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων του σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση
2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» — νηστεύω, Αριστοφ.).