κροταλίζω

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροταλίζω Medium diacritics: κροταλίζω Low diacritics: κροταλίζω Capitals: ΚΡΟΤΑΛΙΖΩ
Transliteration A: krotalízō Transliteration B: krotalizō Transliteration C: krotalizo Beta Code: krotali/zw

English (LSJ)

   A use rattles or castanets, τινὲς τῶν γυναικῶν, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Hdt.2.60: hence ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον rattled them along, Il.11.160.    II later, clap, applaud, Anaxil.2, D.Chr.31.162, Alciphr.2.4:—Pass., Ath.4.159e, 11.503f.

German (Pape)

[Seite 1513] klappern od. rasseln lassen; ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον Il. 11, 159, die Rosse rasselten mit den leeren Wagen daher. – Die Schellen, Becken aneinander schlagen, Her. 2, 60 u. Sp. – Uebh. klatschen, Beifall klatschen, wie κροτέω, μετὰ χαρᾶς Ath. IX, 395 a, u. pass., κροταλιζομένου ποτέ τινος τῶν αὐλητῶν XIV, 631 f. ὑπὸ πάντων κροταλισθείς XI, 503 f; auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κροτᾰλίζω: (κρόταλον) ποιῶ κρότον διὰ τῆς συγκρούσεως κροτάλων, παίζω τὰ κρόταλα, κροταλίζω, τινὲς τῶν γυναικῶν, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Ἡρόδ. 2. 60· ― ὅθεν, ἵπποι κείν’ ὄχεα κροτάλιζον, τὰ ἔσυρον μετὰ κρότου, Ἰλ. Λ. 160, πρβλ. κροτέω Ι. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ κροτέω ΙΙ. 2, ἐπικροτῶ, Ἀλκίφρων 2. 4, 5, Ἀθήν. 395Α, 503F. ― Παθ., αὐτόθι 159Ε.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐκροτάλισα;
1 faire résonner en heurtant, acc.;
2 faire résonner des castagnettes ou cliquettes.
Étymologie: κρόταλον.

English (Autenrieth)

(κρόταλον): rattle; ὄχεα κροτάλιζον, ‘drew the rattling chariots,’ Il. 11.160†.

Greek Monolingual

και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) κρόταλον
1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι», Ηρόδ.)
2. κρούω επανειλημμένως κάτι (α. «δεν είν' εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλεί», Σολωμ.
6. «κροταλίζω τη γλώσσα μου» γ. «κείν' ὄχεα κροτάλιζον ἀνὰ πτολέμοιο γέφυρας», Ομ. Ιλ.)
3. επευφημώ, χειροκροτώ
νεοελλ.
1. ανακινώ κάτι για να το ανακατέψω
2. ανακινούμαι, ανακατεύομαι
μσν.
χτυπώ την πόρτα.