κτεατίζω
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
A gain, win, δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il.16.57; πολλὰ κτεατίσσας Od.2.102, 19.147, cf. Eumel.2, etc.: —Med., get for oneself, acquire, Ep. fut. κτεατίσσομαι Man.6.677, aor. κτεατίσσατο A.R.2.788: pf.Pass. in med. sense, ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc.522: plpf., ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης Call.Aet.3.1.47; τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός Theoc.17.105.
German (Pape)
[Seite 1518] sich erwerben, verschaffen; δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il. 16, 57; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß, Od. 2, 102; – auch med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben, H. h. 2, 522; Ap. Rh. 2, 788; Maneth. 6, 677. – Davon adj. verb. κτεατιστός, Inscr. 1187 (App. Anth. 299).
Greek (Liddell-Scott)
κτεᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κτῶμαι, κερδίζω, δουρὶ δ᾿ ἐμῷ κτεάτισσα Ἰλ. Π. 57· πολλὰ κτεατίσσας Ὀδ. Β. 102., Τ. 147, κτλ.· ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., ὅσ’ Ἐκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτὸς Θεόκρ. 17. 105.
French (Bailly abrégé)
acquérir, conquérir, acc.;
Moy. κτεατίζομαι m. sign.
Étymologie: κτέαρ.
English (Autenrieth)
aor. κτεάτισσα=κτάομαι.
Greek Monolingual
κτεατίζω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ.
β. «αὖθις ἀπ' ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, -ατος (τὸ) + -ίζω (πρβλ. κερματ-ίζω, χρηματ-ίζω)].