μονόπλευρος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπλευρος Medium diacritics: μονόπλευρος Low diacritics: μονόπλευρος Capitals: ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: monópleuros Transliteration B: monopleuros Transliteration C: monoplevros Beta Code: mono/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with one front, of a column on the march, Arr.Tact.28.4,5.

German (Pape)

[Seite 204] einseitig, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων μόνον μίαν πλευράν, Ἀρρ. Τακτ. 28.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόπλευρος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που γίνεται κατά μία μόνο πλευρά ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία πλευρά ενός θέματος, μονομερής μεροληπτικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόπλευρος
σπάνιο απολιθωμένο γένος δίθυρων ελασματοβράγχιων μαλακίων, αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε κατά το κρητιδικό.
επίρρ...
μονοπλεύρως και μονόπλευρα (ΑΜ μονοπλεύρως)
από τη μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
μονομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monoplegia (< μονο- + πληγία < -πληγής < πλήττω)].