λαμπροφαής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ές,
A bright-beaming, Orph.H.78.2, Man.4.53, Cat.Cod. Astr. 1.173.
German (Pape)
[Seite 13] ές, hellglänzend, Man. 4, 53.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροφαής: -ές, λάμπων, ἀκτινοβολῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 2, Μανέθων 4. 53.
Greek Monolingual
λαμπροφαής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φαής (< φάος, τὸ «φως») πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].