μάγια

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

(I)
η·θρησκειολ. σανσκριτική λέξη που σημαίνει μαγεία ή ψευδαίσθηση και αποτελεί θεμελιώδη έννοια της ινδουιστικής φιλοσοφίας.———————— (II)
η
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών της οικογένειας majidae, του οποίου ένα είδος είναι η καβουρομάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. maja < νεολατ. maja < λατ. maia < μαία].———————— (III)
τα (Μ μάγια)
μαγείες, μαγγανείες, κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό («δεν πιστεύει στα μάγια»)
νεοελλ.
1. καθετί που θέλγει, που γοητεύει, θαυμαστό, πολύ ωραίονύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», Σολωμ.)
2. σχέδια, προθέσεις («και του μπασά εκόψανε τ' ακάθαρτά του μάγια», Τζάνες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαγεία με αλλαγή γένους (πρβλ. εμπόριο: εμπορία, καλοκαίρι: καλοκαιρία)].