Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
ὁ,
A = δίκελλα, Hsch.:—also μαδιβός, Id.
μάδισος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα», δικέλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μαδίζω + επίθημα -σος (πρβλ. ταμεῖν: Τάμισος, μεθύω: μέθυσος)].