μαστοράντζα

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

η
1. οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί κάποιοςαναβάλλω το βάψιμο του σπιτιού επειδή σκέφτομαι τη μαστοράντζα που θα μαζευτεί»)
2. το σύνολο τών τεχνιτών, η τάξη τών μαστόρων («το σαββατόβραδο διασκεδάζει η μαστοράντζα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + κατάλ. -άντζα (< βεν. κατάλ. -anza), πρβλ. μπροστάντζα, σωφερ-άντζα].