μαχητικότητα
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
η μαχητικός
1. η ιδιότητα του μαχητικού, το να είναι κανείς ορμητικός ή θαρραλέος στη μάχη, η διάθεση ή θέληση για μάχη
2. μτφ. αγωνιστική διάθεση, τόλμη και αποφασιστικότητα
3. (κατ' επέκτ.) η εριστικότητα («η μαχητικότητα που τον διακρίνει στις πολιτικές συζητήσεις τον κάνει αντιπαθητικό στους άλλους»).