μεταποίηση
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
η (ΑΜ μεταποίησις) μεταποιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταποιώ, μεταβολή, τροποποίηση, μετασχηματισμός («αυτό το φόρεμα θέλει μεταποίηση»)
νεοελλ.
(οικον.) α) δραστηριότητα που συνίσταται στον μετασχηματισμό πρώτων υλών και άλλων υλικών σε νέα τελικά προϊόντα, που διαφέρουν είτε στη μορφή είτε στις ιδιότητες και τις λειτουργίες από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους
β) ο αντίστοιχος κλάδος της οικονομίας
αρχ.
1. απαίτηση, αξίωση
2. πρόσκτηση.