μετεώρισμα
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ατος, τό, = sq.11.2, Metrod.Herc.831.5 (pl.). II gloss on φρύαγμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 159] τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.