ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Full diacritics: μῠοθηρεύω | Medium diacritics: μυοθηρεύω | Low diacritics: μυοθηρεύω | Capitals: ΜΥΟΘΗΡΕΥΩ |
Transliteration A: myothēreúō | Transliteration B: myothēreuō | Transliteration C: myothireyo | Beta Code: muoqhreu/w |
A catch mice, ib.3.
μυοθηρεύω (Α)
κυνηγώ ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, αντί του ορθού μυοθηρῶ, αφού πρόκειται για παρασύνθεση του ρ.].