ξαναγύρισμα
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
το ξαναγυρίζω
1. το να ξαναδίνει κάποιος ένα αντικείμενο σε αυτόν που του ανήκει, επιστροφή
2. επανάκαμψη, επάνοδος
3. επανατοποθέτηση ανάποδα
4. γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας για άλλη μια φορά.