ξαναγυρίζω
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
(Μ ξαναγυρίζω)
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, επανακάμπτω, γυρίζω πάλι
2. δίνω κάτι πίσω για άλλη μία φορά, ξαναφέρνω κάτι πίσω
νεοελλ.
1. αλλάζω γνώμη, υπαναχωρώ
2. περιστρέφω κάτι ξανά
3. βάζω ανάποδα, αντιστρέφω («ξαναγύρισε το σεντόνι»)
μσν.
μέσ. ξαναγυξαναγυρίζω ρίζομαι
α) ανανεώνομαι
β) μεταβάλλω.