ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
1. απαλλάσσω κάποιον από χρέος, από οφειλή («με τις λίγες οικονομίες που είχα ξεχρέωσα τον πατέρα μου»)
2. εξοφλώ, απαλείφω χρέος, διαγράφω οφειλή («δουλεύω σκληρά για να ξεχρεώσω το σπίτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χρεώνω].