ὀλβοδότης

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβοδότης Medium diacritics: ὀλβοδότης Low diacritics: ολβοδότης Capitals: ΟΛΒΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: olbodótēs Transliteration B: olbodotēs Transliteration C: olvodotis Beta Code: o)lbodo/ths

English (LSJ)

ου, Dor.ὀλβο-δότας, α, ὁ,

   A giver of bliss or wealth, E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 (ὀλβιότα Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. ὀλβο-δότις, ιδος, ib.27.9.

German (Pape)

[Seite 318] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ ὀλβιοδώτης, Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui procure le bonheur.
Étymologie: ὄλβος, δίδωμι.

Greek Monolingual

ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α)
αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης.