ολονυχτία
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
και ολονυκτία, η
1. αγρύπνια καθ' όλη τη νύχτα, διανυκτέρευση
2. εκκλησιαστική ακολουθία κατά την παραμονή τών μεγάλων εορτών, που διαρκεί όλη τη νύχτα
3. εκκλ. αγρυπνία που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. ὁλονύκτιος.