παγκρατευτής
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = παγκρατιαστής, Ps.-Callisth.1.18.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρατευτής: ὁ, = παγκρατιαστής, Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.
Greek Monolingual
παγκρατευτής, ὁ (Α)
ο αθλητής του παγκρατίου, παγκρατιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. -ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου παγκρατεύω].