παρετυμολογία

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρετυμολογία: ἡ, Σχολ. Ἰω. Τζέτζου Ἀλληγ. Ἰλ. Θ. 158 (σ. 132 τῆς ἐκδ. Bois). - Οὕτε ἡ λέξις αὕτη οὔτε τὸ περιειλημμένον ἐν τῷ Θησ. Στεφάνου ῥῆμα παρετυμολογέω, -ῶ, εἶχον τὸ πάλαι σημασίαν τὴν τοῦ κακῶς ἐτυμολογεῖν, ἀλλ’ ἁπλῶς τὴν τοῦ παρά τινος ἢ ἔκ τινος ἐτυμολογεῖν, καὶ φαίνεται ὅτι λέξιν ἰδίαν οἱ παλαιοὶ δηλωτικὴν κακῆς ἐτυμολογίας δὲν εἶχον πλάσει, ἐνῷ ἀληθῶς εἰπεῖν ἦσαν πλήρεις τοῦ πράγματος. Εἰς ἡμᾶς ὅμως τὴν σήμερον, προσπαθοῦντας νὰ διαστέλλωμεν καλὰς καὶ κακὰς ἐτυμολογίας, πρόσφορον εἶναι νὰ μεταχειριζώμεθα τὸ παρετυμολογεῖν καὶ τὴν παρετυμολογίαν μόνον ἐπὶ κακοῦ, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

η
η εσφαλμένη ετυμολογία μιας λέξης, δηλ. η εσφαλμένη ερμηνεία του ετύμου, της αληθινής και αρχικής σημασίας και μορφής μιας λέξης και κατά συνέπεια η εσφαλμένη απόδοσή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ. Πανταζίδη].