Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύγνωμος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύγνωμος, -ον ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πολλές γνώμες
2. αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες πάνω σε ένα θέμα και δεν μπορεί να αποφασίσει, αναποφάσιστος («πάρε μια απόφαση, μην είσαι πολύγνωμος»)
αρχ.
πολυγνώμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γνωμος (< γνώμη < θ. γνω- του γιγνώσκω), πρβλ. διχό-γνωμος, ευθύ-γνωμος].