πολυλάλητος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυλάλητος Medium diacritics: πολυλάλητος Low diacritics: πολυλάλητος Capitals: ΠΟΛΥΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polylálētos Transliteration B: polylalētos Transliteration C: polylalitos Beta Code: polula/lhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A gloss on ἀθυρόστομος, Sch.S.Ph.188.    II often repeated, of a common epithet, Eust.861.33.

German (Pape)

[Seite 665] = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠλάλητος: -ον, = πολύλαλος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 187. ΙΙ. ὁ συχνάκις λεγόμενος, Εὐστ. 861. 33.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο
αρχ.
αθυρόστομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο-λάλητος].