προπαγάνδα

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η διασπορά πληροφοριών, επιχειρημάτων, φημών, με σκοπό τον επηρεασμό της κοινής γνώμης και τη διαμόρφωση της προς ορισμένες κατευθύνσεις, με τον ιδιαίτερο τονισμό μόνο τών θετικών σημείων μιας θέσης και τών αρνητικών μιας άλλης
2. συστηματική προσπάθεια πειθούς και διάδοσης ιδεών, αρχών και αντιλήψεων ενός ατόμου ή ενός συνόλου με επιδίωξη την επικράτησή τους ή την επίτευξη ορισμένων άλλων στόχων («στο εξωτερικό ορισμένοι άσπονδοι φίλοι μας διεξάγουν έντονη ανθελληνική προπαγάνδα»)
3. (σχετικά με προϊόντα) προσπάθεια διάδοσης, διαφήμιση
4. φρ. «Προπαγάνδα πίστεως» — όργανο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, από το 1559, για την προώθηση της Ουνίας, της πολιτικής του παπικού θρόνου στις ορθόδοξες κυρίως χώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. φρ. Congregatio de propaganda fidei «σύνοδος για τη διάδοση της πίστης» (< propago «αυξάνω, επεκτείνω» + fides, -ei «πίστη»), σύνοδος που συγκλήθηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΕ με σκοπό την οργάνωση της ιεραποστολικής δραστηριότητας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας].