πυκνόθριξ

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόθριξ Medium diacritics: πυκνόθριξ Low diacritics: πυκνόθριξ Capitals: ΠΥΚΝΟΘΡΙΞ
Transliteration A: pyknóthrix Transliteration B: pyknothrix Transliteration C: pyknothriks Beta Code: pukno/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ,

   A thick-haired, Nonn.D.36.302 (leg. πυκιν-).

German (Pape)

[Seite 815] τριχος, mit dichtem Haare, Nonn. 36, 302.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνὰς τρίχας, κοινῶς «πυκνότριχος», ὁ, Νόνν. Δ. 36. 302· ἀναγνωστέον: πυκιν-.

Greek Monolingual

και πυκινόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ Α
αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαό-θριξ)].